γεροντίστικος

γεροντίστικος
-η, -ο
1. γεροντικός, γερασμένος
2. αυτός που ταιριάζει σε γέρο ή γριά («γεροντίστικο φουστάνι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”